Η κοιλιοκάκη είναι μια φλεγμονώδης διαταραχή του λεπτού εντέρου που προέρχεται από μία ανώμαλη ανοσολογική απόκριση, ως απάντηση στην κατανάλωση γλουτένης από άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση.Η γλουτένη αναφέρεται σε συγκεκριμένα τμήματα πεπτιδίων από πρωτεΐνες που ανευρίσκονται στο σιτάρι, στο κριθάρι και στη σίκαλη. Στην περίπτωση της κοιλιοκάκης, αυτά τα πεπτίδια είναι ανθεκτικά στην πλήρη πέψη από τα ένζυμα του γαστρεντερικού.
Η διάγνωση της κοιλιοκάκης γίνεται μέσω συνδυασμού κλινικών, εργαστηριακών και ιστολογικών εκτιμήσεων, αν και η εντερική βιοψία είναι εκείνη που θέτει την τελική επιβεβαίωση. Η εμφάνιση της στα μικρά παιδιά περιλαμβάνει τα πιο τυπικά γαστρεντερικά προβλήματα της διάρροιας και της στεατόρροιας (υπερβολικό λίπος στα κόπρανα) και ελλιπή πρόσληψη βάρους. Η πιο καθυστερημένη χρονικά εκδήλωση μπορεί να περιλαμβάνει άλλες φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες διαταραχές, αδυναμία πρόσληψης ή διατήρησης βάρους και διαταραχές διατροφικής δυσαπορρόφησης (π.χ. αναιμία, οστεοπόρωση ή προβλήματα πήξης). Παρόλα αυτά το 50% των ατόμων με κοιλιοκάκη έχουν ελάχιστα ή καθόλου φανερά συμπτώματα, ενώ κάποιοι ασθενείς μπορεί να έχουν παραπάνω βάρος κατά την εκδήλωση της νόσου.
Διατροφική θεραπεία
Η εξάλειψη των πεπτιδίων από την διατροφή είναι η μόνη θεραπεία για την κοιλιοκάκη. Η δίαιτα αποτελεί μια σημαντική αλλαγή από την πλευρά του ασθενούς. Παρακάτω παρουσιάζονται τα επιτρεπόμενα και τα τοξικά δημητριακά, άλευρα και άμυλα.
Είναι σημαντικό να γίνεται προσεκτικός έλεγχος των ετικετών όλων των τροφίμων που βρίσκονται σε συσκευασία καθώς και όλων των προϊόντων αρτοποιείου. Μια δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη και φρουκτόζη μπορεί να φανεί χρήσιμη στον έλεγχο των συμπτωμάτων, τουλάχιστον αρχικά, καθώς κάποιες φορές συμβαίνει δευτεροπαθώς δυσανοχή στα σάκχαρα αυτά. Αργότερα τα άτομα μπορούν να ενσωματώσουν τη λακτόζη και τα γαλακτοκομικά στην διατροφή τους.
Επιπλέον η διατροφή θα πρέπει να συμπληρώνεται με βιταμίνες, μέταλλα και έξτρα πρωτεΐνη ανάλογα με τις ελλείψεις του κάθε ατόμου που οφείλονται στην υπάρχουσα δυσαπορρόφηση.
Σε υπάρχουσα αναιμία θα πρέπει να γίνεται συμπλήρωση με σίδηρο, φυλλικό ή βιταμίνη Β12 ανάλογα με τη φύση της αναιμίας.
Όταν συνυπάρχει οστεοπόρωση ή οστεομαλακία, η χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D φαίνεται αναγκαία.
Οι βιταμίνες Α και Ε ίσως χρειαστεί να αποκατασταθούν σε περίπτωση στεατόρροιας και να γίνει χορήγηση τριγλυκεριδίων μέσης αλύσου για παροχή θερμίδων.
Σε περίπτωση αιμορραγίας, παρατεταμένου χρόνου προθρομβίνης ή πορφύρας, η έλλειψη βιταμίνης Κ πρέπει να ελεγχθεί και να χορηγηθεί.
Η αποκατάσταση τέλος των ηλεκτρολυτών και των υγρών είναι αναγκαία σε άτομα αφυδατωμένα από σοβαρή διάρροια.
Η εφαρμογή μιας διατροφής χωρίς γλουτένη μειώνει σημαντικά την ανοσολογική απάντηση και ο εντερικός βλεννογόνος συνήθως γίνεται ξανά σχεδόν ή πλήρως φυσιολογικός. Ωστόσο οι ασθενείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί εφ όρου ζωής, καθώς πάντοτε ελλοχεύει κίνδυνος για κακοήθεια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Seibold F, Food-induced immune responses as origin of bowel disease, Digestion 71:251, 2005 Fasano A, Catassi C, Current approaches to diagnosis and treatment of celiac disease: an evolving spectrum, Gastroenterology120:636, 2001 Dennis M, Case S, Going gluten-free: a primer for clinicians, Pract Gastroenterol 28:86, 2004 L. Kathleen Mahan, Sylvia Escott-Stump, Krause’s Θεραπευτική Διατροφή, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, 2008
Comments